προσελκύω

προσελκύω
attirer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • προσελκύω — προσελκύω, προσέλκυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσελκύω — Ν 1. έλκω προς το μέρος μου, τραβώ προς εμένα 2. φέρνω προς εμένα, φέρνω με το μέρος μου, δελεάζω, γοητεύω («προσελκύω οπαδούς») 3. παρασύρω, συγκεντρώνω αποσπώ («ο γλαφυρός του λόγος προσείλκυσε το ενδιαφέρον όλων τών παρεβρισκομένων») …   Dictionary of Greek

  • προσελκύω — τραβώ προς το μέρος μου, σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου: Προσπαθεί να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσέλκυση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσελκύω, το να έλκει κανείς κάτι προς το μέρος του, έλξη, τράβηγμα («η προσέλκυση τής βάρκας») 2. μτφ. το να γοητεύει κανείς κάποιον και να τον φέρνει κοντά του («η προσέλκυση πελατών οφείλεται σε μεγάλο …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αγγελίζω — [άγγελος] (αμτβ.) 1. είμαι καλός σαν άγγελος, προσελκύω την αγάπη και τον σεβασμό τών άλλων 2. δίνω ελεημοσύνη, ελεώ …   Dictionary of Greek

  • αγγελεύω — [άγγελος] 1. είμαι σαν άγγελος, προσελκύω την αγάπη και τον σεβασμό τών άλλων 2. μέσ. βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, αρχίζω να ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια …   Dictionary of Greek

  • αντισπώ — ἀντισπῶ ( άω) (Α) 1. έλκω, σύρω κάποιον προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω 2. παρασύρω, κατευθύνω προς κάτι άλλο 3. ( ώμαι) εμποδίζομαι, σύρομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση 4. έλκω προς τον εαυτό μου 5. έλκω προς το μέρος μου, προσελκύω 6.… …   Dictionary of Greek

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

  • εκχριστιανίζω — προσηλυτίζω στον χριστιανισμό άλλων θρησκευμάτων άτομα ή λαούς, προσελκύω στον χριστιανισμό …   Dictionary of Greek

  • ελκύζω — ἑλκύζω (Μ) 1. σύρω, τραβώ 2. προσελκύω, θέλγω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”